- θητικόν
- θητικόςofmasc acc sgθητικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραμυθητικόν — παραμῡθητικόν , παραμυθητικός consolatory masc acc sg παραμῡθητικόν , παραμυθητικός consolatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θητικός — θητικός, ή, όν (Α) [θης] 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στους θήτες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θητικόν α) οι θήτες*, η τάξη τών θητών β) ο φόρος που πλήρωναν οι θήτες γ) (σε εκστρατεία) επιμελητές στρατοπέδων 3. όμοιος με θήτα, δουλικός … Dictionary of Greek